Το κορίτσι που δεν θα ξαναπερπατούσε και πήρε 3 χρυσά
Βίλμα Ρούντολφ: Αν έχεις πάθεις ιλαρά, κοκίτη και διπλή πνευμονία μέχρι τα 4 σου κι έπειτα βρεθείς με πολιομυελίτιδα, τότε είναι πολύ πιθανόν ο γιατρός που κάνει τη διάγνωση να πει στη μητέρα σου ότι δεν θα περπατήσεις ξανά. Αλλά αν τη λένε Μπλάντσε, είναι παντρεμένη με τον Εντ Ρούντολφ, ο οποίος είχε κάνει 14 παιδιά στον πρώτο γάμο του και σκάρωσε άλλα 8, μεταξύ των οποίων είσαι το 6ο, δεν τον πιστεύει. Κι όταν, τελικά, την κοιτάξεις με τα μεγάλα μάτια σου, με αγωνία για τη διάγνωση του γιατρού, είναι απόλυτη όταν σου πει: “Δεν υπάρχει περίπτωση να μην περπατήσεις”.
Άλλωστε, το μέρος όπου γεννήθηκε η Βίλμα Ρούντολφ είχε, στη δική της περίπτωση, και το όνομα και τη χάρη. Στην Αγία Βηθλεέμ στο Τενεσί, οι κάτοικοι κοινωνούσαν με ουίσκι. Φυσικά τώρα, με περασμένα 59 χρόνια από τον απίστευτο θρίαμβό της στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ρώμης, το 1960, δεν τίθεται πια ζήτημα. Η Ρούντολφ, άλλωστε, τρέχει σε τόπο χλοερό από τις 12 Νοεμβρίου 1994, όταν τη νίκησε ο καρκίνος. Ωστόσο, μνημονεύεται και θα μνημονεύεται εσαεί στην ολυμπιακή ιστορία. Τα 3 χρυσά μετάλλια της στην ‘Αιώνια Πόλη’ ήταν μία απίστευτη επιστροφή, ένα ταξίδι από την επιβίωση.
Η πειθαρχία της Μπλάντσε ήταν παροιμιώδης. Η αυταπάρνησή της οδήγησε στη σωτηρία τη κόρης της. Έφτιαχνε στα κορίτσια της οικογένειας φορέματα από σακιά αλευριού. Και δεν παράτησε τη μικρή Βίλμα στις τύχες της, αλλά την οδήγησε στη σωτηρία. Το Μεχάρι στο Νάσβιλ, 80 χιλιόμετρα από το Κλάρκσβιλ, ήταν το μόνο νοσοκομείο για μαύρους. Η Βίλμα έφθανε εκεί με το λεωφορείο και τη μητέρα της για παρέα, δύο φορές κάθε εβδομάδα, προκειμένου να κάνει ασκήσεις στο νερό. Έπειτα, επέστρεφε στο σπίτι, καθόταν στη γαλαρία του λεωφορείου, όπου, δηλαδή, επιτρεπόταν να κάθονται οι μαύροι.
Μέχρι τα 9 της φορούσε στήριγμα ποδιού. Η Μπλάντσε έγινε, κυριολεκτικά, βοηθός νοσοκόμα στο Μεχάρι. Απέκτησε τις γνώσεις και την τεχνοτροπία. Το μασάζ που έπρεπε να κάνει στην κόρη της, το οποίο της έμαθε το ιατρικό επιτελείο του νοσοκομείου, το έδειξε στα παιδιά της και στα παιδιά του άντρα της. Η Βίλμα καλυτέρευε και μέχρι τα 12 της μπορούσε “να ανταγωνιστεί στη γειτονιά οποιοδήποτε αγόρι στο τρέξιμο, στο πήδημα, σε όλα”, όπως έγραψε μία εφημερίδα του Νάσβιλ.
Είχε φτάσει ήδη στο γυμνάσιο και στο Μπερτ έγινε μέλος της ομάδας μπάσκετ, με τον απαράβατο όρο να είναι σε αυτήν κι η αδελφή της, Γιολάντα. Στο μπάσκετ ήταν ξεχωριστή, σαν σταρ του WNBA: οι 49 πόντοι που πέτυχε σε ένα παιχνίδι ήταν ρεκόρ για την πολιτεία του Τενεσί. Ο προπονητής στίβου Εντ Τεμπλ έπεισε τον προπονητή της στην ομάδα του μπάσκετ, Σι Σι Γκρέι, ο οποίος της είχε κολλήσει το προσωνύμιο ‘Skeeter’, επειδή, όπως της έλεγε χαρακτηριστικά “είσαι γρήγορη, κοντή και σε βρίσκω συνεχώς μπροστά μου”, να κάνει μία σχολική ομάδα στίβου στο Μπερτ.
Σε 20 συνεχόμενες κούρσες στη σεζόν, στα 50μ., στα 75μ., στα 100μ., στα 200μ. και στα 4Χ100μ., η Ρούντολφ αποδείχθηκε απλώς ανίκητη. Ο Τεμπλ εντυπωσιάστηκε και την κάλεσε να ακολουθήσει το καλοκαιρινό αθλητικό πρόγραμμα του κολεγίου του Τενεσί. Αυτό το πρόγραμμα που έχει από το 1963, δηλαδή μετά το τέλος της καριέρας της, το ονοματεπώνυμό της. Η Ρούντολφ μπήκε στις περίφημες Τάιγκερμπελς, με τις οποίες προπονήθηκε για δύο χρόνια. Στο Σιάτλ, το 1956, μαζί με τις Μέι Φαγκς, Γουίλι Γουάιτ, Μάργκαρετ Μάθιους και Ισαμπέλα Ντάνιελς πήραν το εισιτήριο για τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Μελβούρνης. Η Φαγκς ήταν εκείνη που πήρε υπό την προστασία της τη Ρούντολφ. “Skeeter, μωρό μου, θέλεις να μπεις στην ομάδα; Το μόνο που έχεις να κάνεις, είναι να με ακολουθήσεις. Ακολούθησέ με και θα μπεις στην ομάδα”, της φώναξε γλυκά.
Οι πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες στη Μελβούρνη, το 1956, δεν ήταν η διοργάνωση που βρήκε τη Ρούντολφ έτοιμη. Μόλις 7 χρόνια περπατούσε κανονικά. Αποκλείστηκε στον προκριματικό των 200μ., αλλά με τις Ντάνιελς, Μάθιους και Φαγκς, το περίφημο ‘quartet’, όπως είναι, ακόμα, το παρατσούκλι της συγκεκριμένης ομάδας, πήραν το χάλκινο μετάλλιο στα 4Χ100μ., τρέχοντας σε 44.9. Μόνο που η Αυστραλή Μπέτι Κάθμπερτ, που είχε ήδη νικήσει στα 100μ. και στα 200μ., δεν άφησε την οικοδέσποινα χώρα να χάσει, ενώ κι η Μεγάλη Βρετανία τερμάτισε μπροστά από τις Αμερικανίδες.
‘Χρυσή’ μητέρα
Και μόνο αυτό το μετάλλιο έφθανε στη Ρούντολφ για να σφραγίσει μία εκπληκτική ιστορία ανθρώπινης θέλησης. Με την επιστροφή της στο σχολείο, έδειξε το μετάλλιο στους συμμαθητές της. Ήταν πραγματικό κειμήλιο και γι’ αυτό ήθελαν να το αγγίξουν όλοι. Όταν έφθασε ξανά στα χέρια της, ήταν γεμάτο δαχτυλιές. Προσπάθησε να το γυαλίσει, αλλά κατάλαβε ότι ο χαλκός δεν γυαλίζει: “Οπότε αποφάσισα να δοκιμάσω για ακόμα μία φορά. Αποφάσισα να πάω για το χρυσό”.
Αυτή η απόφαση έμοιαζε απίθανο να πραγματοποιηθεί στον τελευταίο χρόνο του λυκείου. Στα 18 της, κυοφορούσε με ‘δράστη’ τον Ρόμπερτ Έλντριτζ, με τον οποίο είχε επισυνάψει σχέση από διετίας. Ο Έλντριτζ ένιωσε την οργή του πατέρα Ρούντολφ, μιας και του απαγορεύτηκε να βλέπει την κόρη του, Γιολάντα, που πήρε το όνομα της μίας αδελφής της Βίλμα, αλλά και τη μητέρα του παιδιού του. Για να απομακρύνει τη εγγονή του από το σπίτι, ο Εντ Ρούντολφ την έστειλε σε μια άλλη κόρη του, την Ιβόν, η οποία κλήθηκε να την προσέχει στο Σεντ Λούις. Σε αυτήν την περίπτωση, όμως, παραλίγο να λάβει χώρα ένα ενδοοικογενειακό δράμα: ύστερα από 5 μήνες η Ιβόν ζήτησε να υιοθετήσει τη Γιολάντα. Οι παππούδες, ο Εντ κι η Μπλάντσε, ταξίδεψαν εσπευσμένα από το Κλάρκσβιλ στο Μιζούρι και να την πάρουν πίσω.
Σαν να μην έφτανε η απομάκρυνση του παιδιού της, η Ρούντολφ είχε τα αθλητικά προβλήματά της: ο Τεμπλ δεν δεχόταν μητέρες στις προπονήσεις του. Ωστόσο, το κορίτσι από την Αγία Βηθλεέμ ήταν σπουδαίο ταλέντο και αποτέλεσε την εξαίρεση στο κολέγιο του Τενεσί, κάτι που η Ρούντολφ ήθελε κυρίως για να συνεχίσει τις ακαδημαϊκές σπουδές της. Ο Τεμπλ δεν της έκανε χατίρια. Ο κανονισμός που είχε θέσει ήταν να κάνει κάθε αθλήτρια τόσους γύρους επιπλέον, όσο τα λεπτά που αργούσε να φθάσει στην προπόνηση. Μία φορά άργησε μισή ώρα κι έκανε 30 γύρους. Αν δεν ήταν ξένο σώμα για τις Τάιγκερμπελς, δεν είχε τη βαθιά συμμετοχή που απαιτούνταν.
Είχε, όμως, έναν πολύ πιο δυνατό οργανισμό. Κοιτάζοντας τον κόσμο από το περίφημο ύψος των 180 εκατοστών, το 1960 είχε φτάσει τα 58 κιλά. Ήταν, πια, 18 χιλιόγραμμα παχύτερη από τη Μελβούρνη κι έτοιμη για τη Ρώμη. Θα μπορούσε, όμως, να μην είναι εκεί. Και γι’ αυτό θα αρκούσε ένας από τους μπόλικους ρατσιστές οδηγούς λεωφορείων του Τέξας.
Σχεδόν ένα έτος πριν από τους Αγώνες, ο Τεμπλ προσελήφθη ως ομοσπονδιακός προπονητής της γυναικείας ομάδας στίβου και θα έκανε τις επιλογές του σε αθλήτριες μετά τα τράιαλ, που θα γίνονταν στο κολέγιο Τέξας Κρίστιαν. Στον αγώνα πρόκρισης γι’ αυτά, που έγινε στο Κόρπους Κρίστι του Τέξας, η Ρούντολφ σοκαρίστηκε όταν ένας οδηγός λεωφορείου αρνήθηκε να πάει την ομάδα στο στάδιο. Όταν έγινε αλλαγή οδηγών, έφτασε στο κολέγιο σχεδόν με την έναρξη των αγώνων και προκρίθηκε για τα τράιαλς στα 100μ., στα 200μ. και φυσικά στα 4Χ100μ., ενώ έκανε 22.9 στο διακοσάρι, που ήταν παγκόσμιο ρεκόρ.
Τον Αύγουστο του 1960, στο Φορτ Γουόρθ του Τέξας Κρίστιαν, το παρατσούκλι ‘Skeeter’ μπήκε οριστικά στο χρονοντούλαπο, ανοίγοντας χώρο γι’ αυτό με το οποίο θα μείνει αθάνατη: ‘Μαύρη Γαζέλα’. Της το κόλλησαν οι Ιταλοί. Οι εντυπωσιασμένοι Γάλλοι, από τη μεριά τους, στράφηκαν στην πολυτέλεια, την οποία, άλλωστε, είχαν γεννήσει. Την αποκάλεσαν ‘Μαύρο Μαργαριτάρι’. Η Ρούντολφ, τερμάτισε 1η στα 100μ. και στα 200μ. και προκρίθηκε στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ρώμης. Από το πανεπιστήμιο του Κάνσας, όπου έκανε μία προετοιμασία 3 εβδομάδων, η ομάδα στίβου Γυναικών των ΗΠΑ βρέθηκε στη Νέα Υόρκη, όπου πήρε τα ρούχα της κι από εκεί πέταξε στην πρωτεύουσα, για τους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Για τη Ρούντολφ, οι ατυχίες σταμάτησαν στο ζέσταμα πριν από τον αγώνα των 100μ., όταν σκόνταψε ενώ έκανε χαλαρό τζόγκινγκ στο ‘Ολίμπικο’, αλλά, με τη βοήθεια και του πάγου, κατάφερε να δώσει κανονικά το ‘παρών’ στους προκριματικούς. Από τον 1ο πέρασε με 11.69, από τον 2ο με 11.70 και στον ημιτελικό έκανε 11.30, ισοφαρίζοντας το παγκόσμιο ρεκόρ. Αυτό που την τρόμαζε, πάντως, ήταν απολύτως φυσιολογικό για μία σπρίντερ του ύψους της. “Είχα τη χειρότερη εκκίνηση στην ιστορία των σπρίντερ. Όσο περνούσε η κούρσα, τόσο πιο γρήγορα έτρεχα, αλλά στα πρώτα 20 μέτρα ήμουν εκτός αυτής”, ήταν μια έντονη ανάμνηση. Στον τελικό, βέβαια, η 20χρονη σπρίντερ ήταν άπιαστη. “Το τρέξιμό της μοιάζει να προκαλεί υδραυλική ανύψωση”, έγραψε μετά το θάνατό της, το 1994, ο Τζον Ρόντα, αναφέροντας ότι η χάρη κι η ισορροπία της φαίνονταν στην επιτάχυνση όσο περνούσε η κούρσα.
Για το πρώτο χρυσό μετάλλιο, ο ανταγωνισμός ήταν μικρός. Όταν τερμάτισε τα 100μ., η 2η, η Βρετανή Βίκτορι Χάιμαν, είχε διανύσει μόλις 97,5μ.. Μετά τα 30 μέτρα, η Αμερικανίδα… χάθηκε από τα μάτια των αντίπαλών της και ο μόνος σοβαρός ανταγωνιστής της ήταν ο ευνοϊκός άνεμος (2,75), που δεν την άφησε να πανηγυρίσει ένα παγκόσμιο ρεκόρ στα 11 δευτερόλεπτα. Στο ‘Ολίμπικο’ φώναζαν ρυθμικά το όνομά της την ώρα του γύρου του θριάμβου και στην απονομή έβγαλε ένα καπέλο που φορούσε για να χαιρετήσει τους θεατές. “Ένα καπέλο που ήταν μία θαυμάσια γλύκα από άχυρο και κορδέλες, το οποίο έμοιαζε να έχει έρθει κατευθείαν από ένα ατμόπλοιο του Μισισιπή”, όπως το περιέγραψε ο Κρίστοφερ Μπράσερ του ‘Observer’. Στα 200μ. νίκησε με μεγαλύτερη διαφορά, τρέχοντας, απλώς, σε 24 δευτερόλεπτα. Οι δύο νίκες της -αν κάποιος δεν γνώριζε την ιστορία της- ήταν ένας περίπατος, η ολυμπιακή δόξα δεν συναντούσε το ολυμπιακό δράμα. Μάλιστα, στη φωτογραφία του τερματισμού στα 200μ. δεν υπήρχε αθλήτρια γύρω της.
Ό,τι, όμως, δεν βίωσε στις ατομικές κούρσες, τη θεατρικότητα και τη συγκίνηση δύο κορμιών που παλεύουν για να επιβληθούν, το έκανε στα 4Χ100μ. Η Βίλμα Ρούντολφ έπρεπε να εναποθέσει στο ταρτάν τα αθλητικά και πνευματικά προτερήματά της, για να οδηγήσει στη νίκη τις Τάιγκερμπελς. Έτρεχε τελευταία κι η αλλαγή με τη Λουσίντα Γουίλιαμς ήταν φρικτή. Η σκυτάλη έφυγε από το χέρι της Ρούντολφ, εντούτοις κατάφερε να την πιάσει πριν πέσει κάτω. Έμεινε πίσω. Όχι τόσο, ωστόσο, ώστε να μείνει εντελώς εκτός. Το τρέξιμό της ήταν ακατάβλητο. Χρειάστηκε φωτογραφία για να διαπιστωθεί ότι οι Αμερικανίδες είχαν νικήσει με διαφορά 28 εκατοστών. Πώς, λοιπόν, να μην τη φλερτάρει, με μια κάποια ανταπόκριση, ο τότε ‘χρυσός’ Ολυμπιονίκης στην κατηγορία βαρέων βαρών, Κάσιους Κλέι, μετέπειτα γνωστός ως Μοχάμεντ Αλί;
Ο Τεμπλ πήγε την ομάδα των γυναικών σε… περιοδεία, ύστερα από τους Αγώνες. Από τη Ρώμη στο Λονδίνο και από εκεί στο Βερολίνο, η Ρούντολφ γνώρισε την αποθέωση. Επέστρεψε στο Τενεσί τον Οκτώβριο του 1960 κι η επιμονή της ήταν που οδήγησε στην παρέλασή της στην πόλη και στο συμπόσιο του γκαλά, τα πρώτα ολοκληρωμένα δημοτικά γεγονότα στην ιστορία της. Η Ρούντολφ πέτυχε τον στόχο της. Ήξερε, μάλιστα, πού θα αφιέρωνε τα μετάλλιά της. Από το 1936 και την υπέρβαση του Τζέσε Όουενς στο Βερολίνο είχαν περάσει μόλις 24 χρόνια κι ένας Παγκόσμιος Πόλεμος. Μόνο έπειτα από μια 4ετία θα ερχόταν στη ζωή, αλλά εκείνη η ιστορία, που ήταν η επιτομή της ελπίδας για τη μαύρη φυλή, την ενέπνεε στις πραγματικά δύσκολες στιγμές της.
Μόλις στα 22 της, το 1962, η Βίλμα Ρούντολφ αποχώρησε από τους στίβους. Άφησε κατά μέρος τα αθλητικά παπούτσια μετά τις νίκες της στο πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, σε ένα μίτινγκ με αθλήτριες της Σοβιετικής Ένωσης. “Ποτέ μην υποτιμάτε τη δύναμη των ονείρων και την επιρροή του ανθρωπίνου πνεύματος. Είμαστε όλοι ίδιοι σε αυτήν την αντίληψη: η προοπτική του μεγαλείου ζει μέσα σε όλους μας”, έγραψε στην αυτοβιογραφία της. Αφού το 1961 παντρεύτηκε τον Γουίλιαμ Γουόρντ, χώρισαν δύο χρόνια αργότερα. Συναντήθηκε με τον πατέρα του παιδιού της, τον Έλντριτζ, τον παντρεύτηκε και έκαναν ακόμα 3 παιδιά και πήρε το πτυχίο της ως δασκάλα. Το 1963 έγινε η εκπρόσωπος των ΗΠΑ στους Αγώνες Φιλίας που διεξήχθησαν στη Σενεγάλη. Τον Μάιο εκείνης της χρονιάς, αφού είχε επιστρέψει από την Αφρική, συμμετείχε σε μία διαμαρτυρία στο Κλάρκσβιλ, για ένα εστιατόριο που ο ιδιοκτήτης του δεν άφηνε μαύρους να φάνε. Ο δήμαρχος του Κλάρκσβιλ, έπειτα από λίγες μέρες, ανακοίνωσε ότι οι κοινωνικές εγκαταστάσεις της περιοχής, περιλαμβανομένων και των εστιατορίων, θα ήταν διαθέσιμες για όλους.
Έφτιαξε το ίδρυμα ‘Βίλμα Ρούντολφ’, που είχε ως στόχο να βοηθήσει παιδιά να προσπεράσουν τις κακοτοπιές στη ζωή τους. Για την ίδια, κανένα παιδί δεν είναι χαμένο από χέρι, ό,τι κι αν έχει πάθει. Στη ‘Σφαίρα του Τενεσί’ δεν έλειπε το πάθος, όπως αποδεικνύεται από ακόμα ένα μέρος της βιογραφίας της: “Πιστέψτε με, η ανταμοιβή δεν είναι τόσο γλυκιά χωρίς τα εμπόδια”. Έπειτα από 3 χρυσά (κι ένα χάλκινο) ολυμπιακά μετάλλια μίας κοπέλας που στα 4 της ένας γιατρός προκαθόρισε τη μοίρα της, λέγοντας ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να περπατήσει, αυτό φαίνεται δίκαιο. Ακόμα κι αν ήταν αναγκασμένη να βάζει, εκτός προπόνησης, φορέματα που της έφτιαξε η μητέρα της από σακιά με αλεύρι. Αν είναι δόκιμος ο προσδιορισμός ‘αναγκασμένη’. Διότι κάπου στο βάθος του μυαλού, το χαμόγελο ενός μαύρου κοριτσιού, επειδή απλώς έχει βάλει ένα φόρεμα, δεν κρύβει κάπου την αίσθηση της ανάγκης.
Ακολούθησε το fmh.gr στο Twitter, στο Facebook στο Υoutube και στο Instagram
Πηγή : contra.gr