Η Μυϊκή Μάζα στη μέση ηλικία επηρεάζει τον μελλοντικό καρδιαγγειακό κίνδυνο στους άνδρες
Τα υψηλότερα επίπεδα λείας μυϊκής μάζας στη μέση ηλικία συνδέονται με χαμηλότερο 10ετή καρδιαγγειακό κίνδυνο, ανεξαρτήτως των παραδοσιακών παραγόντων κινδύνου όπως η διατροφή, το εισόδημα, το ιστορικό καπνίσματος, η παχυσαρκία, ο διαβήτης, η υπέρταση και τα παθολογικά επίπεδα της χοληστερόλης, σύμφωνα με τις παρατηρήσεις μίας νέας έρευνας.
Ο επικεφαλής της έρευνας, Stefanos Tyrovolas, από το Centre for Biomedical Research in Mental Health στη Βαρκελώνη και οι συνεργάτες του στη μελέτη ATTICA, δημοσίευσαν τα αποτελέσματά τους στο επιστημονικό περιοδικό Journal of Epidemiology and Community Health.
«Η μελέτη μας παρατήρησε αντίστροφη σύνδεση ανάμεσα στη διατήρηση της μυϊκής μάζας και τον 10ετή κίνδυνο καρδιαγγειακών συμβαμάτων σε ένα μεγάλο δείγμα εθελοντών ηλικίας άνω των 45 χωρίς καρδιαγγειακή νόσο», δήλωσαν οι επιστήμονες.
Η λεία μυϊκή μάζα αποτελεί το 50% περίπου της μάζας του σώματος και παίζει σημαντικό ρόλο στο μεταβολισμό και τη ρύθμιση των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα. Από την ηλικία των 30 ετών, η λεία μυϊκή μάζα αρχίζει να μειώνεται, με το ρυθμό της μείωσης να αυξάνεται κατά 3% κάθε δεκαετία.
Μέχρι σήμερα, οι περισσότερες έρευνες είχαν εξετάσει τη σύνδεση ανάμεσα στη μυϊκή μάζα και την καρδιαγγειακή νόσο σε ασθενείς με προϋπάρχουσα καρδιαγγειακή νόσο. Ωστόσο, η νέα έρευνα εξέτασε ασθενείς που δεν έπασχαν από καρδιαγγειακή νόσο στην αρχή της μελέτης, κατά συνέπεια τα αποτελέσματά τους αφορούν και την πρόληψη του εμφράγματος ή του εγκεφαλικού επεισοδίου, τουλάχιστον στους άνδρες.
«Τα αποτελέσματα αναδεικνύουν τη σημαντικότητα που έχει η διατήρηση της μυϊκής μάζας για τον καρδιαγγειακό κίνδυνο και δείχνουν ότι πρέπει να γίνουν άμεσα ενέργειες για να προληφθεί η καρδιαγγειακή υγεία στη μέση και την τρίτη ηλικία», πρόσθεσαν οι επιστήμονες.
Η μειωμένη λεία μυϊκή μάζα έχει συνδεθεί με μία σειρά προβλημάτων υγείας, μεταξύ των οποίων η αναπηρία, οι ψυχιατρικές νόσοι, ο διαβήτης, η καρδιαγγειακή νόσος και ο θάνατος. Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνουν παρεμβάσεις που θα στοχεύουν στη διατήρηση της λείας μυϊκής μάζας καθώς έτσι θα βελτιωθεί τόσο η καρδιακή όσο και η γενικότερη υγεία.
Ο στόχος για την πρόληψη της απώλειας μυϊκής μάζας είναι η αύξηση στην κατανάλωση πρωτεϊνών, καθώς και η γυμναστική με ασκήσεις αντίστασης.
Στην έρευνα έλαβαν μέρος συνολικά 1019 εθελοντές ηλικίας άνω των 45 χωρίς καρδιαγγειακή νόσο στην αρχή της έρευνας. Στην αρχή της έρευνας, οι ερευνητές κατέγραψαν πληροφορίες σχετικά με τα επίπεδα άσκησης των εθελοντών, το ιστορικό καπνίσματος και το ποσοστό συμμόρφωσής τους με τη Μεσογειακή δίαιτα. Υπολόγισαν επίσης τους καρδιαγγειακούς παράγοντες κινδύνου, όπως η αρτηριακή πίεση, ο δείκτης μάζας σώματος (ΔΜΣ), τα επίπεδα γλυκόζης και λιπιδίων νηστείας, καθώς και τους δείκτες φλεγμονής. Οι ερευνητές υπολόγισαν επίσης την ποσότητα της λείας μυϊκής μάζας με ένα ειδικό εργαλείο και στη συνέχεια έκαναν προσαρμογή με το ΔΜΣ για να καταλήξουν σε ένα δείκτη της σκελετικής μυϊκής μάζας.
Τα ποσοστά θανατηφόρου ή μη θανατηφόρου καρδιαγγειακής νόσου σε μία δεκαετία ήταν 26.7% στο δείγμα των εθελοντών που εξετάστηκε. Συγκριτικά με αυτούς που είχαν τη χαμηλότερη λεία μυϊκή μάζα, οι εθελοντές με τα υψηλότερα επίπεδα είχαν 81% μειωμένο κίνδυνο καρδιαγγειακών συμβαμάτων (όπως το εγκεφαλικό επεισόδιο ή το έμφραγμα του μυοκαρδίου). Η συχνότητα των παραπάνω συμβαμάτων ήταν επίσης χαμηλότερη σε όσους είχαν τα υψηλότερα επίπεδα λείας μυϊκής μάζας (14% έναντι 31% σε αυτούς με τα χαμηλότερα επίπεδα).
Περαιτέρω αναλύσεις οι οποίες έκαναν επίσης προσαρμογή για το φύλο, το επίπεδο εκπαίδευσης, την οικονομική κατάσταση, το ιστορικό καπνίσματος, τη φυσική άσκηση, τη μεσογειακή δίαιτα, το ιστορικό υπέρτασης, το διαβήτη, την υπερχοληστερολαιμία και την παχυσαρκία, έδειξαν ότι τα υψηλότερα επίπεδα λείας μυϊκής μάζας στην αρχή της έρευνας συνδέονται με σημαντικά χαμηλότερο κίνδυνο 10ετούς καρδιαγγειακού κινδύνου.
Οι εθελοντές με τα υψηλότερα επίπεδα λείας μυϊκής μάζας ήταν κατά πλειοψηφία νεαρής ηλικίας, άνδρες, καπνιστές, είχαν υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης, ακολουθούσαν πιστά τη Μεσογειακή δίαιτα και έκαναν τακτικά άσκηση. Είχαν επίσης χαμηλότερα ποσοστά παχυσαρκίας, διαβήτη και υπέρτασης σε σχέση με την ομάδα που είχε τη χαμηλότερη μυϊκή μάζα.
Οι άνδρες είχαν σχεδόν 4 φορές υψηλότερο κίνδυνο 10ετούς καρδιαγγειακής νόσου σε σχέση με τις γυναίκες.
Όταν οι επιστήμονες εξέτασαν ξεχωριστά τα δεδομένα για τους άνδρες και για τις γυναίκες, παρατήρησαν ότι η σύνδεση ανάμεσα στη λεία μυϊκή μάζα και τον 10ετή καρδιαγγειακό κίνδυνο ήταν ισχυρή στους άνδρες, αλλά σχεδόν ανύπαρκτη στις γυναίκες.
Αν και η αύξηση της μυϊκής μάζας συνδέθηκε ισχυρά με μειωμένους δείκτες φλεγμονής, οι παράγοντες αυτοί δεν επηρέασαν τη σύνδεση ανάμεσα στη λεία μυϊκή μάζα και τον καρδιαγγειακό κίνδυνο για τις γυναίκες.
Οι ορμονικές διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα παίζουν πιθανώς ρόλο στις παραπάνω διαφορές. Οι άνδρες έχουν επίσης περισσότερη λεία μυϊκή μάζα σε σχέση με τις γυναίκες γεγονός που προφανώς συνέβαλε στην παραπάνω παρατήρηση, δήλωσαν οι ερευνητές.
Ένας περιορισμός της έρευνας ήταν ότι οι ερευνητές υπολόγισαν τα επίπεδα της λείας μυϊκής μάζας μόνο στην αρχή της μελέτης, επομένως δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν οι αυξομειώσεις της λείας μυϊκής μάζας επηρεάζουν τον καρδιαγγειακό κίνδυνο. Επίσης, καθώς η παρούσα μελέτη ήταν μία έρευνα παρατήρησης δεν αποτελεί απόδειξη ότι τα υψηλότερα επίπεδα λείας μυϊκής μάζας στη μέση ηλικία μειώνουν τον κίνδυνο καρδιαγγειακών συμβαμάτων.
Πηγή : pathologia