Αυτοάνοσα νοσήματα και Γαστρεντερικό Σύστημα
Τα αυτοάνοσα νοσήματα είναι η πρώτη αιτία χρόνιων νοσημάτων στις σύγχρονες κοινωνίες. Ασθένειες που κάποτε ήταν σπάνιες παρατηρούνται σήμερα σε 1 ανά 5 πολίτες σε Ευρώπη και Αμερική.
Πρόκειται για πάνω από 150 ασθένειες που πλήττουν διαφορετικά όργανα και συνδέονται μεταξύ τους από έναν κοινό μηχανισμό, όπου το ίδιο το σώμα επιτίθεται και καταστρέφει τα δικά του κύτταρα και ιστούς. Διαφορετικά αυτοάνοσα συνδέονται με διαφορετικά όργανα όπως:
- Νόσος του Chron
- Ελκώδης κολίτιδα
- Θυρεοειδίτιδα Hashimoto
- Ρευματοειδής αρθρίτιδα
- Σκλήρυνση κατά πλάκας
- Ψωρίαση και ψωριασική αρθρίτιδα
- Σακχαρώδης διαβήτης τύπου Ι
- Ερυθηματώδης λύκος κ.ά.
Γιατί τα αυτοάνοσα είναι ένα δισεπίλυτο πρόβλημα
Η ίδια η ποικιλομορφία αυτών των ασθενειών είναι το βασικό εμπόδιο τόσο στο να έχουμε μια συνολική εικόνα του προβλήματος όσο και στο να να βρεθεί μια αποτελεσματική θεραπεία γι αυτά.
Ο διαχωρισμός των νοσημάτων σε ξεχωριστές ασθένειες, σύμφωνα με την διαφορετική συμπτωματολογία που εκδηλώνεται κάθε φορά, εμποδίζει τόσο στην συνολική καταγραφή και αξιολόγηση των αυτοάνοσων όσο και στην αποτελεσματική συνεργασία διαφορετικών επιστημονικών ομάδων.
Οι βιολόγοι ερευνούν για παράδειγμα την επίδραση συγκεκριμένων μορίων στα ανθρώπινα κύτταρα. Οι ενδοκρινολόγοι, οι ρευματολόγοι και άλλες ιατρικές ειδικότητες ερευνούν και καταγράφουν την πορεία των αυτοάνοσων ασθενειών και πώς αυτές ανταποκρίνονται σε θεραπείες, σχετικά με τα όργανα που αφορούν στην ειδικότητα τους. Ενώ βιοχημικά εργαστήρια καταγράφουν την δράση νέων φαρμάκων, μικροβιολογικά εργαστήρια προσπαθούν να εντοπίσουν νέες διαγνωστικές μεθόδους κ.ο.κ.
Ο διαχωρισμός των ασθενειών, των ειδικοτήτων και των επιστημονικών ομάδων καταλήγει σε μια συνεχή ανάλυση και μας απομακρύνει από οποιαδήποτε προσπάθεια σύνθεσης της γνώσης στο συγκεκριμένο τομέα της ιατρικής. Όσα περισσότερα μεμονωμένα δεδομένα συλλέγουμε τόσο πιο πολύπλοκη φαίνεται να γίνεται η εικόνα και τόσο πιο αδύνατη μια αποτελεσματική προσέγγιση.
Πώς θα μπορούσαμε λοιπόν να απαντήσουμε στα παρακάτω ερωτήματα;
- Ποιος είναι ο λόγος που δεν έχουν βρεθεί αποτελεσματικές θεραπείες;
- Είναι δυνατόν η μόνη λύση να είναι η λήψη ισχυρών φαρμάκων που καταστέλλουν το ανοσοποιητικό σύστημα για μια ζωή;
Μηχανισμοί και αίτια
Έχουν προταθεί πολλοί μηχανισμοί και αίτια στην προσπάθεια να κατανοηθεί τι προκαλεί την αυτοανοσία:
- Γονιδιακή προδιάθεση (κληρονομικότητα)
- Βλάβες σε επίπεδο του DNA
- Ιοί και άλλοι μικροβιακοί παράγοντες
- Επιβάρυνση και έκθεση σε τοξικές ενώσεις
- Απορρύθμιση του ανοσοποιητικού συστήματος
- Έλλειψη βιταμίνης Β1
- Έλλειψη μαγνησίου
- Έλλειψη βιταμίνης Β12 και φυλλικού οξέως
- Έλλειψη βιταμίνης D
- Χαμηλά επίπεδα μαγνησίου, σεληνίου και ψευδαργύρου
- Δυσλειτουργία των ορμονικών μηχανισμών του στρες
- Η έγχυση με πρωτεΐνες διαφορετικών οργάνων χρησιμοποιείται ως μέσο πρόκλησης αυτοανοσίας σε πειραματικά μοντέλα.)
- Στρες
- Διατροφικές συνήθειες
- Αλλεργίες
Όλοι οι παραπάνω παράγοντες έχουν συνδεθεί μέσα από μελέτες με την εκδήλωση αυτοανοσίας.
Όμως, εδώ και αρκετά χρόνια, θεωρώ ότι υπάρχει ένας βασικός μηχανισμός πίσω από τα αυτοάνοσα νοσήματα που μπορεί να συνθέσει τα παραπάνω σε μια συνολική απάντηση. Έχω χρησιμοποιήσει αυτό το μοντέλο στην κλινική πράξη με εξαιρετικά αποτελέσματα σε χιλιάδες περιπτώσεις και η σύγχρονη ιατρική βιβλιογραφία ενισχύει σταθερά αυτή την προσέγγιση.
Ο βασικός μηχανισμός πίσω από την εμφάνιση των αυτοάνοσων νοσημάτων είναι η απώλεια της βιοχημικής ισορροπίας σε κυτταρικό επίπεδο. Η αλλοίωση των κυττάρων ενός οργανισμού εμποδίζει το ανοσοποιητικό σύστημα να τα αναγνωρίσει ως δικά του. Τα συγκεκριμένα κύτταρα ανιχνεύονται ως ξένα και ο οργανισμός ξεκινάει διαδικασίες απομόνωσης και καταστροφής τους.
Κάθε κύτταρο μας, παρουσιάζει στην εξωτερική πλευρά της μεμβράνης που το περικλείει πρωτεΐνες που καθορίζουν την ταυτότητα του. Αλλαγές στην βιοχημική σύσταση του κυττάρου μπορούν να διαφοροποιήσουν αυτή την ταυτότητα. Τα κύρια αίτια για την αυξημένη επίπτωση των αυτοάνοσων ασθενειών στις σύγχρονες κοινωνίες είναι:
- Η έλλειψη μικροθρεπτικών συστατικών
- Η επιβάρυνση με ξένες προς τη ζωή ενώσεις (τοξίνες, βαρέα μέταλλα, συνθετικές χημικές ενώσεις)
- Η αλληλεπίδραση μικροοργανισμών
Αυτοί οι 3 παράγοντες είναι ο βασικός λόγος που αλλάζει η σύσταση και η δομή των κύτταρων και οδηγούν στην εκδήλωση αυτοανοσίας. Τα κύτταρα δεν είναι πλέον αναγνωρίσιμα από το ανοσοποιητικό σύστημα και γίνονται αντιληπτά ως ξένα, εχθρικά κύτταρα. Αντισώματα, λευκά αιμοσφαίρια και άλλοι μηχανισμοί ενεργοποιούνται ώστε να καταστραφεί ο “εχθρός” και το αποτέλεσμα είναι ένα νόσημα που εκδηλώνεται στο όργανο που πρώτο εμφάνισε μια σημαντική απόκλιση από το φυσιολογικό.
Η καταστολή του ανοσοποιητικού συστήματος μπορεί πρόσκαιρα να μειώσει τα συμπτώματα, δεν απευθύνεται όμως στην πραγματική αιτία του προβλήματος και γι αυτό όλες οι ανοσοκατασταλτικές θεραπείες έχουν περιορισμένη αποτελεσματικότητα σε βάθος χρόνου. Μια πιο αποτελεσματική προσέγγιση θα απαιτούσε παράλληλα με την όποια ανοσοκατασταλτική αγωγή που μπορεί να βοηθήσει στον έλεγχο των συμπτωμάτων, να γίνουν ενέργειες προς την αποκατάσταση της φυσιολογικής σύστασης των κυττάρων.
Γαστρεντερικό και Αυτοανοσία
Το γαστρεντερικό σύστημα φαίνεται να παίζει σημαντικό ρόλο στον παραπάνω μηχανισμό. Η λειτουργικότητα του εντερικού βλεννογόνου, η κατάσταση του μικροβιώματος (το σύνολο των μικροβίων σε έναν οργανισμό) σε σχέση και με την δράση του εντερικού νευρικού συστήματος (το γαστρεντερικό σύστημα έχει το δικό του αυτόνομο νευρικό σύστημα) συνδέονται με την εμφάνιση πολυάριθμων αυτοάνοσων ασθενειών.
Είναι αξιοσημείωτο ότι το 80% του ανοσοποιητικού συστήματος βρίσκεται στο γαστρεντερικό όπου η λειτουργία του ρυθμίζεται μέσα από πολύπλοκους μηχανισμούς και από το αυτόνομο εντερικό νευρικό σύστημα που είναι εντελώς αποκομμένο από το κεντρικό νευρικό. Το 90% της σεροτονίνης και το 50% της συνολικής ντοπαμίνης, μαζί με πληθώρα άλλων νευροδιαβιβαστών βρίσκονται στο πεπτικό μας σύστημα.
Ως πύλη εισόδου τροφών και μικροβίων στον οργανισμό, το γαστρεντερικό έχει την ιδιότητα να ρυθμίζει την ανοσολογική απάντηση σε πρωτεΐνες, συστατικά και μικροοργανισμούς. Όταν αναγνωρίζει ένα συστατικό ως τροφή δεν του επιτίθεται και επιτρέπει την πέψη και την απορρόφηση του στο αίμα. Αντιθέτως όταν δεν έρχεται σε επαφή με πλήρεις, μη αλλοιωμένες τροφές αυτή η ρύθμιση απουσιάζει.
Όταν καταναλώνουμε τροφές που έχουν υποστεί έντονη βιομηχανική επεξεργασία και περιέχουν χημικές ενώσεις που αποτρέπουν την αποσύνθεση τους όπως αντιβιοτικά και συντηρητικά, ορμόνες, αλλά και ερεθιστικές ουσίες σε μεγάλες ποσότητες όπως η γλουτένη, το αλκοόλ, τα χρώματα, τα ενισχυτικά γεύσης και άπειρα άλλα χημικά είναι εύκολο να αντιληφθούμε ότι η βλάβη που προκαλείται δεν παραμένει μόνο σε επίπεδο δυσπεπτικών ενοχλήσεων αλλά διαταράσσει την ισορροπία κάθε κυττάρου στον οργανισμό μας.
Μια από τις βασικές λειτουργίες του εντερικού βλεννογόνου είναι η απομόνωση του εντερικού περιεχομένου από την αιματική κυκλοφορία. Τα εντερικά κύτταρα είναι ενωμένα μεταξύ τους με ισχυρούς δεσμούς (tight junctions) που δεν επιτρέπουν την διάχυση του εντερικού περιεχομένου προς το αίμα.
Συχνά όμως η συνέχεια του εντερικού βλεννογόνου χάνεται και προκύπτει διαπερατότητα και διάχυση άπεπτων στοιχείων, ακόμη και μικροβίων προς το αίμα, ενεργοποιώντας υπέρμετρα το ανοσοποιητικό σύστημα και προκαλώντας φλεγμονές. Οι φλεγμονές μπορούν να αφορούν τόσο στο έντερο όσο και σε άλλα όργανα. Η αυξημένη διαπερατότητα του εντέρου θεωρείται ότι λειτουργεί ως σκανδάλη και ότι σε άτομα με κληρονομική προδιάθεση και αλλοιωμένη χλωρίδα του εντέρου μπορεί να είναι ένας κεντρικός παράγοντας στην ενεργοποίηση των μηχανισμών της αυτοανοσίας.
Η επιβάρυνση με επεξεργασμένες τροφές μαζί με την παράλληλη απουσία επαφής σε επαρκή συχνότητα και ποσότητα με πλήρεις τροφές που έχουν ανοσορρυθμιστικές ιδιότητες, επιδεινώνει σταθερά την υγεία του γαστρεντερικού συστήματος και του οργανισμού μας ευρύτερα.
Για να είμαστε υγιείς ο πιο ασφαλής και προφανής δρόμος είναι η αποκατάσταση της φυσιολογικής λειτουργίας του οργανισμού μας. Το ανθρώπινο σώμα είναι μια βιοχημική μηχανή που λειτουργεί υπό συγκεκριμένες αυστηρά προκαθορισμένες προϋποθέσεις.
Οποιαδήποτε απόκλιση από το φυσιολογικό προξενεί πρόβλημα που μετά από κάποιο διάστημα εκδηλώνεται ως νόσος. Για να είμαστε λοιπόν υγιείς θα πρέπει να σεβόμαστε αυτές τις προδιαγραφές και κάθε ενέργεια μας να συμβάλει προς αυτή την κατεύθυνση στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό.
Πηγή : drtsoukalas.com