Η παρούσα μελέτη που δημοσιεύτηκε στην επιστημονική επιθεώρηση «JAMA Network Open», έδειξε ότι εκείνοι που περπατούν πιο αργά «γερνούν γρηγορότερα» και οι πνεύμονες, τα δόντια και το ανοσοποιητικό τους σύστημα είναι σε χειρότερη κατάσταση συγκριτικά με εκείνους που περπατούν πιο γρήγορα.
Η επικεφαλής ερευνήτρια Λάιν Ράσμουσεν του τμήματος ψυχολογίας και νευροεπιστήμης του Πανεπιστημίου Ντιουκ, τονίζει ότι αυτό που είναι πραγματικά πρωτοποριακό σε αυτή την έρευνα είναι ότι ασχολήθηκε με άτομα 45 ετών που δεν συνιστούν τον συνήθη γηριατρικό πληθυσμό.
Η ίδια επίσης προσθέτει ότι είναι εκπληκτικό το γεγονός πως οι επιδόσεις των συμμετεχόντων σε νευροψυχολογικά τεστ στα οποία υποβλήθηκαν κατά την παιδική ηλικία αποτελούσαν καλούς προβλεπτικούς παράγοντες της μελλοντικής ταχύτητας βηματισμού
Η Τέρι Μόφιτ, επικεφαλής συντάκτρια της μελέτης, εξηγεί ότι προηγούμενες έρευνες έχουν ήδη δείξει ότι οι άνθρωποι ηλικίας 70 έως 80 ετών που περπατάνε πιο αργά τείνουν να πεθαίνουν νωρίτερα συγκριτικά με αυτούς που περπατάνε πιο γρήγορα.
Η ίδια προσθέτει ότι η έρευνα αυτή κάλυψε τη χρονική περίοδο από την παιδική ηλικία έως τη μέση ενήλικη ζωή και βρήκε ότι το αργό βάδισμα είναι σημάδι προβλημάτων και σε αυτές τις ηλικίες.
Οι συμμετέχοντες υποβλήθηκαν σε μαγνητικές τομογραφίες εγκεφάλου και διαπιστώθηκε ότι αυτοί που περπατούσαν πιο αργά παρουσίαζαν μειωμένο όγκο εγκεφάλου, χαμηλότερο μέσο πάχος φλοιού, μικρότερη συνολική έκταση του εγκεφαλικού φλοιού και υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης εντάσεων λευκής ουσίας (σ.σ: τραύματα εγκεφάλου που απεικονίζονται στη μαγνητική τομογραφία ως πολύ φωτεινές περιοχές). Συνοπτικά, ο εγκέφαλός τους φαινόταν αρκετά πιο γερασμένος.
«Είναι κρίμα που δεν μετρήσαμε την ταχύτητα βαδίσματος και δεν κάναμε μαγνητικές τομογραφίες εγκεφάλου κατά την παιδική ηλικία αυτών των συμμετεχόντων», δήλωσε η Ράσμουσεν.
Παίζουν, φυσικά, ρόλο και οι παράγοντες που σχετίζονται με τον τρόπο ζωής των συμμετεχόντων, αλλά ήδη από την παιδική ηλικία φάνηκε ποιος θα εμφάνιζε πιο αργό βηματισμό στη μετέπειτα ζωή του.
Στην έρευνα αυτή έλαβαν μέρος 904 άτομα από τη Νέα Ζηλανδία οι οποίοι παρατηρήθηκαν από τον Απρίλιο του 2017 έως τον Απρίλιο του 2019, όταν ήταν 45 ετών.
Πηγή: Duke University , Αthens Voice